μεταλλοειδής

μεταλλοειδής
ης, ες 1. подобный металлу, металлический;
2.:

τα μεταλλοειδή — металлоиды, неметаллы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μεταλλοειδής" в других словарях:

  • μεταλλοειδής — ές 1. αυτός που μοιάζει με μέταλλο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεταλλοειδή χημ. άλλη ονομασία τών επαμφοτεριζόντων χημικών στοιχείων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ιω. Ιωαννίδη] …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλοειδικός — ή, ό [μεταλλοειδής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μεταλλοειδή …   Dictionary of Greek

  • μεταλλώδης — ες [μέταλλο] μεταλλοειδής, όμοιος με μέταλλο …   Dictionary of Greek

  • οργανομεταλλοειδής — ές (για χημική ένωση) αυτός που περιέχει ανθρακούχα ρίζα ενωμένη με ένα μεταλλοειδές στοιχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. οrganometalloidique (< όργανο + μεταλλοειδής)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»